- απανύω
- ἀπανύω (Α)φέρω σε πέρας, εκτελώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπήνυσαν — ἀπανύω finish entirely aor ind act 3rd pl (ionic) ἀπανύω finish entirely aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηνύσθησαν — ἀπανύω finish entirely aor ind pass 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek